επικεφαλίδα

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

η (Α ἐπικεφαλίς)
νεοελλ.
1. λέξη ή φράση που είναι γραμμένη στο πάνω μέρος χαρτιού, φακέλου ή εντύπου
2. λέξη ή φράση που αναγράφεται στην αρχή ενός κειμένου και αναφέρεται στο περιεχόμενο
αρχ.
το επιστέγασμα ξύλινου συγκροτήματος ή πολιορκητικής μηχανής, το κεφαλάρι, το πανωκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεφαλίς (υποκοριστικό του κεφαλή). Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών].