επικοινωνώ

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπικοινωνῶ, -έω) κοινωνώ
έρχομαι σε επαφή, σε σχέση, σε συνάφεια με κάποιον («περὶ δ’ αὖ τῆς ἐκδόσεως, ἐπικοινωνήσαντες τῷ Ξούθῳ», Δημοσθ.)
νεοελλ.
συνδέομαι ψυχικά, πνευματικά
μσν.- νεοελλ.
συγκοινωνώ «το δωμάτιό μου δεν επικοινωνεί με τον κήπο»
μσν.
συνεισφέρω οικονομικά από κοινού
αρχ.
(για κάθε είδους γνώση) έχω κάτι κοινό, σχετίζομαι («ἐπικοινωνοῦσι δὲ πᾶσαι αἱ ἐπιστῆμαι κατὰ τὰ κοινά», Αριστοτ.).