επινόηση

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

η (Α ἐπινόησις) επινοώ
1. η πράξη του επινοώ, η σύλληψη μιας ιδέας, η εφεύρεση
2. η ίδια η ιδέα που συλλαμβάνει κανείς, το επινόημα.