επιπόρφυρος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

ἐπιπόρφυρος, -ον (Α) πορφύρα
κοκκινωπός, που έχει χρώμα προς το πορφυρό.