ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπωαυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτι («επιρρεπής στις ηδονές»)μσν.(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός. επίρρ...επιρρεπώςμε κλίση, με διάθεση για κάτι.