επισκίαση

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπισκίασις) επισκιάζω
η επισκότιση, το να πέφτει σκιά επάνω σε κάποιον ή κάτι
αρχ.-μσν.
θεϊκή σκέπη και προστασία.