επισκοτίζω

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

(AM ἐπισκοτίζω) σκοτίζω
1. ρίχνω σκιά σε κάτι
2. κάνω κάτι σκοτεινό, ασαφές, συγχέωὅμως ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ φθόνου», Διογ.).