επισυμβαίνω

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπισυμβαίνω)
συμβαίνω κατόπιν, επακολουθώ
αρχ.
δημιουργούμαι μετά από κάποιον άλλο.