επιτήδευση

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτήδευσις) επιτηδεύω
υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόποςεπιτήδευση ύφους ή ευγένειας»)
αρχ.-μσν.
επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.)
αρχ.
1. τρόπος διαβιώσεως («διὰ τὴν πᾶσαν ἐς ἀρετὴν νενομισμένην ἐπιτήδευσιν», Θουκ.)
2. φρ. α) «τὸ ἐξ ἐπιτηδεύσεως»
(για ύφος) ψεύτικο, εξεζητημένο, τεχνητό, φτιαχτό
β) «κατ’ ἐπιτήδευσιν» — με ειδική επιμέλεια.