επιτηδεύω

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

(AM ἐπιτηδεύω) επιτήδειος
νεοελλ.
1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία
2. μέσ. επιτηδεύομαι
ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι
3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι
μσν.
1. επινοώ, μηχανεύομαι
2. παθ. κατορθώνω
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
1. ασκώ κάποιο επάγγελμα («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», Ηρόδ.)
2. (με απρμφ.) επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, συνηθίζω να κάνω κάτι («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», Ηρόδ.)
3. παθ. α) γίνομαι, διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)
β) (για σκύλο) εξασκούμαι από κάποιον σε κάτικύνας εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ κατά πόδας αἱρεῖν», Ξεν.)
4. (απόλ. σε μτχ. αορ.), ἐπιτηδεύσας
αντί του επίτηδες («ἐκείμην αὐτοῦ πλησίον ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)
6. φρ. «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — χωρίς καμιά προμελέτη έκ μέρους μας.