επιτελείο
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
Greek Monolingual
το
1. ομάδα αξιωματικών που βοηθά τον αρχηγό ανώτερης στρατιωτικής μονάδας, ναυτικής ή αεροπορικής δυνάμεως στη διοίκησή της
2. οι κύριοι συνεργάτες οργανισμού ή επιχείρησης («το επιτελείο του εκδοτικού οίκου»)
3. ναυτ. φρ. «επιτελείο πλοίου» — το σύνολο τών αξιωματικών πολεμικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-τελής (με τη νεοελλ. σημασία «στρατιωτικός αξιωματικός» < επιτέλλω, -ομαι «διατάσσω, παραγγέλλω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του ‘Αγγελου Βλάχου ως απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. etat - major. Ο Γρηγ. Αλ. Χαντσερής, το 1870, είχε προτείνει τον όρο διατακτορείον].