επιτιμητικός
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) επιτιμητής
ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («(τέλος) νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.
επίρρ...
επιτιμητικώς και -ά
με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.