ερίδιον

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ἐρίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του έριον) μαλλί λεπτό ή μικρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριον υποκορ. επίθημα + -ίδιον].