ερίολβος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ἐρίολβος, ὁ (Μ)
ο πολύ ευτυχήςἐρίολβος βασιλεύς», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + όλβος «ευτυχία»].