οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ἐρίολβος, ὁ (Μ)ο πολύ ευτυχής («ἐρίολβος βασιλεύς», Μιχ. Ακομ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + όλβος «ευτυχία»].