εργολήπτης

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

ο (AM ἐργολήπτης)
ο εργολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ- του μέλλ. λήψομαι του ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα-λήπτης, δωρο-λήπτης.