ἐργολήπτης

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργολήπτης Medium diacritics: ἐργολήπτης Low diacritics: εργολήπτης Capitals: ΕΡΓΟΛΗΠΤΗΣ
Transliteration A: ergolḗptēs Transliteration B: ergolēptēs Transliteration C: ergoliptis Beta Code: e)rgolh/pths

English (LSJ)

ἐργολήπτου, ὁ, = ἐργολάβος (contractor), Teleclid. 56.

German (Pape)

[Seite 1020] ὁ, dasselbe, Poll. 7, 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργολήπτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., «τοὺς δὲ ἐργολάβους καὶ ἐργολήπτας Τηλεκλείδης ὁ κωμικός» Πολυδ. Ζ΄, 182.

Greek Monolingual

ο (AM ἐργολήπτης)
ο εργολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ- του μέλλ. λήψομαι του ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα-λήπτης, δωρο-λήπτης.