εργοστασιάρχης

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

ο
ιδιοκτήτης εργοστασίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. εργοστάσιο + άρχης (< άρχω «διοικώ»)].