εριγηθής

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ἐριγηθής, -ές (Α)
περιχαρής, χαρμόσυνος («ἐριγηθῇ νίκην», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γηθής (< γήθος «χαρά»].