Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) έρματοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατοαρχ.1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)2. μέσ. ἑρματίζομαια) ισορροπῶβ) παίρνω κάτι ως στήριγμα.