ερυθρίνος

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐρυθρῖνος, Α και ἐρυθῖνος)
ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ-ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -λ-].