ερυσμός

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ἐρυσμός, ὁ (Α) [[[ερύω]] (II)]
1. μέσο προστασίας από τη μαγεία
2. λάχανο του οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες.