ερωτικογραμμένος

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ἐρωτικογραμμένος, -η, -ον (Μ)
ο γραμμένος με ερωτικό πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικά + γραμμένος, μτχ. παρακμ. του γράφω.