ερωτικόβρυτος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
ἐρωτικόβρυτος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αναβλύζει έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό-βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)].