εστίαση

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑστίασις) εστιώ
παράθεση γεύματος, συμπόσιο, φίλεμα, φιλοξενία, ευωχία
αρχ.
1. μία από τις τακτικές λειτουργίες της πολιτείας στην αρχαία Αθήνα, δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα που παρείχε ένας πολίτης στους συμφυλέτες του
2. φρ. α) «λόγων ἑστίασις» — συμπόσιο λόγων, Πλάτ.
β) «ἑστίασις συμφορητός» — συμπόσιο που γίνεται με έρανο, Αριστοτ..