εστιώ

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

(ΑΜ ἑστιῶ, -άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) εστία
παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ
μσν.-αρχ.
μέσ. ἑστιῶμαι
τρώω
αρχ.
1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου
2. (για κτήρια ή αίθουσες) χρησιμεύω ως εστιατόριο
3. κάνω γαμήλιο συμπόσιο
4. πανηγυρίζω νίκη με συμπόσιο
5. γιορτάζω την ημέρα της γεννήσεως με συμπόσιο
6. περιποιούμαι, προσφέρω πνευματική τέρψη ή μάθηση
7. ψυχαγωγώ, ευφραίνω, τέρπω
8. (μτχ.) οἱ ἑστιῶντες
αυτοί που φιλοξενούν, που φιλεύουν
9. παθ. α) φιλοξενούμαι, φιλεύομαι
β) συμποσιάζωἐνύπνιον ἑστιώμεθα;» — στον ύπνο συμποσιάζουμε, Αριστοφ.).