ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἑτερήμερος, -ον (Α)1. αυτός που ζει μέρα παρά μέρα (για τους Διοσκούρους)2. αυτός που συμβαίνει μέρα παρά μέρα. επίρρ...ἑτερημέρως(Μ) μέρα παρά μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ήμερος (< ημέρα), πρβλ. τριήμερος].