δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
ἑτερήμερος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει μέρα παρά μέρα (για τους Διοσκούρους)
2. αυτός που συμβαίνει μέρα παρά μέρα.
επίρρ...
ἑτερημέρως
(Μ) μέρα παρά μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ήμερος (< ημέρα), πρβλ. τριήμερος].