τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
ἑτερόπτολις, ὁ, ἡ (Α)αυτός που προέρχεται από άλλη πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πτόλις «πόλις»].