ετερόπτολις

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

ἑτερόπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που προέρχεται από άλλη πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πτόλις «πόλις»].