ἑτερόπτολις
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, of another city, Erinn.5; of various cities, λαός Nonn. D. 26.41.
German (Pape)
[Seite 1049] ιδος, von einer andern Stadt, Nonn. D. 26, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόπτολις: ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἑτέρας πόλεως, Ἤριννα 4, Νόνν. Δ. 26. 41.
Greek Monolingual
ἑτερόπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που προέρχεται από άλλη πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πτόλις «πόλις»].