ετοιμοφθόρος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ἑτοιμοφθόρος, -ον (Α)
(με ενεργ
σημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» — ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ετοιμόφθορος), που της προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. λυσιτόκος - λυσί-τοκος)].