οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself
ἑτοιμόπιστος, -ον (Μ)ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πιστός, πρβλ. δύσπιστος, εύπιστος].