ευέφοδος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

εὐέφοδος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει έφοδος
2. αυτός που διευθύνεται εύκολα («εὐέφοδος συζήτησις», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επίθ. έφ-οδος «εκείνος στον οποίο υπάρχει πρόσβαση» (< επί + οδός)].