ευγενία

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

η (Α εὐγενία)
νεοελλ.
δέντρο τών θερμών χωρών της Ασίας και της Αμερικής που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό ή καρποφόρο της οικογένειας myrtaceae
αρχ.
η ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευγένεια].