ευδείελος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
εὐδείελος, -ον (Α)
1. εύδηλος, φανερός, αυτός που φαίνεται καθαρά από μακριά («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος», Ομ. Οδ.)
2. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ευήλιος («εὐδείελος χθὼν Ἰαολκοῦ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείελος. Η σημασία του ευδείελος ενισχύει την άποψη που ανάγει το δείελος στο δήλος «φανερός» και όχι στο δείλη «δειλινό»].