ευδιαλυτότητα

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

η ευδιάλυτος
η ιδιότητα του ευδιαλύτου, το να διαλύεται κάτι εύκολα.