Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
εὐθηνιάρχης και εὐθηνίαρχος, ὁ (Α)ο επόπτης του επισιτισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνία + -άρχης].