ευθιξία

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

η (Α εὐθιξία) εύθικτος
νεοελλ.
η ιδιότητα του ευθίκτου, το να θίγεται κάποιος εύκολα
αρχ.
η ευφυΐα, η επιτηδειότητα.