γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
εὐθύγνωμος, -ον (Α)ειλικρινής, τίμιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γνωμος (< γνώμη < γι-γνώ-σκω)].