ευκοσμία

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκοσμία) εύκοσμος
η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῖσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
ομορφιά
αρχ.
διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός.