ευσέληνος
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
εὐσέληνος και εὐσέλανος, -ον (Α)
1. λαμπερός, αστραφτερός, σαν να λάμπει το φως της σελήνης
2. φρ. «εὐσέληνον φέγγος» — το λαμπερό φως της σελήνης.