ευτύχημα

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐτύχημα) ευτυχώ
ευτυχές γεγονός, καλοτυχία, καλή τύχη, ευτυχής σύμπτωση ή περίπτωσηείναι ευτύχημα που δεν τον συνάντησα»).