ευτύχημα

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐτύχημα) ευτυχώ
ευτυχές γεγονός, καλοτυχία, καλή τύχη, ευτυχής σύμπτωση ή περίπτωσηείναι ευτύχημα που δεν τον συνάντησα»).