εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
εὐφιλής, -ές (Α)1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημοφιλής, προσφιλής].