εφίδρωση

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐφίδρωσις) εφιδρώ
η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος
νεοελλ.
(για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος.