εξάνθηση
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek Monolingual
η (Α ἐξάνθησις) [[[εξανθώ]])
1. δερματική αλλοίωση, εξάνθημα
2. άνθισμα, επάνθηση, λουλούδιασμα
νεοελλ.
(χημ.-ορυκτολ.)
1. η μεταβολή σε κονιώδη κατάσταση τών διαφανών κρυστάλλων ένυδρων αλάτων που εκτέθηκαν στον αέρα με την αποβολή του κρυσταλλικού ύδατος που περιέχουν
2. η εμφάνιση πάνω στην επιφάνεια ενός σώματος επιχρίσματος από άνυδρα άλατα (π.χ. στο σαπούνι) ή η συσσώρευση σκουριάς στην επιφάνεια μετάλλου
αρχ.-νεοελλ. η έκφυση, το φύτρωμα τριχών («ἴουλος, ἡ πρώτη ἐξάνθησις τῶν ἐν τῷ γενείῳ τριχῶν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
απώλεια της ακμής, της ανθηρότητας, εξάτμιση, ξεθύμασμα («ἐξάνθησις... τῆς προϋπαρχούσης ὀσμής», Θεόφρ.).