εχθρολέων

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐχθρολέων, ὁ (Α)
επιγρ. το αντίπαλο λιοντάρι, το εχθρικό λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + λέων.