εύγονος

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

εὔγονος, -ον (Α)
1. ο παραγωγικός, ο γόνιμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγονον
η παραγωγική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόνος.