εύθοινος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

εὔθοινος, -ον (Α)
1. (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει πάρα πολύ
2. φρ. «εὔθοινον γέρας» — τιμή που γίνεται σε κάποιον με πολυτελή θυσία και ευωχία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»].