εύκυκλος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
εὔκυκλος, -ον (ΑΜ) (Α και εὐκυκλής, -ές)
ο στρογγυλευμένος καλά, στρογγυλός (α. στην Ιλ. πάντα ως επίθ. της λ. ασπίς «ἀσπίδας εὐκύκλους», Ομ. Ιλ.
β. «εὔκυκλος ἕδρα», Πίνδ.)
αρχ.
αυτός που έχει ωραίους τροχούς, ο εύτροχος (α. στην Οδ. ως επίθ. της λ. ἀπήνη
άμαξα
«ἀπήνην ὑψηλὴν εὔκυκλον», Ομ. Οδ.
β. «εὔκυκλος ἀντίπηξ», Ευρ.)
2. (για επιδέσμους) αυτός που έχει οριζόντιους κύκλους
3. αυτός που κινείται σε κύκλο, ο κυκλικός («εὔκυκλος χορεία», Αριστοφ.).
επίρρ...
εὐκύκλως (Α)
κυκλικά, στρογγυλά.